- εὑρέματα
- εὕρεμαneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεργολαβώ — έω, Α μεταβάλλω κάτι ώστε να μπορέσω να τό χρησιμοποιήσω («τὰ φιλοσοφίας εὐρέματα παρασπῶνταί τε καὶ παρεργολαβοῡσι», Φίλ.) … Dictionary of Greek